[...] Αγόρασε κάποιες καρτ ποστάλ με ανατυπωμένες φωτογραφίες και, βγαίνοντας από τη δίφυλλη σκαλιστή εξώπορτα, προχώρησε προς το μεγάλο πετρόχτιστο μονοπάτι που κατέβαινε προς τη χαράδρα, μέσα σ’ ένα τοπίο ανεπανάληπτης φυσικής ομορφιάς. Τέλος Απριλίου και οι κουτσουπιές είχαν ήδη ανθίσει για τα καλά, μ’ εκείνο το έντονο, φούξια χρώμα τους. Ο κατήφορος του έδινε φτερά.
Τώρα βέβαια βρισκόταν λίγες μέρες μετά το Πάσχα κι είχαν ανθίσει ήδη τα μανουσάκια, τα ταπεινά λουλουδάκια που φυτρώνουν μέσα στις πέτρες, με το μωβ-βυσσινί χρώμα και τη μοναδική ευωδιά τους. Βγήκε από τον ναό και προχώρησε προς τον μικρό εξώστη που στεκόταν ακριβώς πάνω στο άνοιγμα της χαράδρας.
«Να σας ρωτήσω κάτι;» άκουσε ξαφνικά δίπλα του μια γυναικεία φωνή.